- χριστάς
- χριστά̱ς , χριστόςto be rubbed onfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρίστας — χρίστᾱς , χρίστης white washer masc acc pl χρίστᾱς , χρίστης white washer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίστης — ὁ, ΜΑ 1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.) 2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ τού χρίω* «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ χρισ α) + κατάλ. της*] … Dictionary of Greek